- βολταϊκός
- -ή, -όηλεκτρικός, ηλεκτροχημικός: Το βολταϊκό τόξο χρησιμοποιείται στη συγκόλληση μετάλλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βολταϊκός — ή, ό φρ. 1. «βολταϊκή στήλη» ή «βολταϊκό στοιχείο» διάταξη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας 2. «βολταϊκό τόξο» φωτεινό ηλεκτρικό τόξο που δημιουργείται ανάμεσα σε δύο ηλεκτρόδια από άνθρακα, τα οποία βρίσκονται σε διαφορά δυναμικού περίπου… … Dictionary of Greek
φωτοβολταϊκός — ή, ό, Ν φρ. α) «φωτοβολταϊκό φαινόμενο» φυσ. φυσική διεργασία κατά την οποία δύο ανόμοια υλικά, σε στενή επαφή μεταξύ τους, ενεργούν ως ένα ηλεκτρικό στοιχείο όταν εκτίθενται στο φως ή σε άλλη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία β) «φωτοβολταϊκό… … Dictionary of Greek